- υπεραναπλήρωση
- η, Ν(ιατρ.-ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας που χαρακτηρίζεται από συνειδητή ή ασύνειδη υπερβολή στη διόρθωση ή αναπλήρωση μιας πραγματικής ή φανταστικής σωματικής ή ψυχικής αδυναμίας ή ενός ελαττώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + αναπλήρωση. Η λ. αποτελεί μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. overcompensation, γαλλ. surcompensation].
Dictionary of Greek. 2013.